Νόσος χαρακτηριζόμενη από μειωμένη οστική πυκνότητα με ή χωρίς κακή ποιότητα οστίτη ιστού. Εξελίσσεται χωρίς συμπώματα ή πόνους έως ότου προκύψει κάποιο κάταγμα, με συνηθέστερες θέσεις: σπονδυλική στήλη, ισχίο, καρπός. Φυσιολογικά η οστική μάζα αυξάνεται κατά την παιδική και εφηβική ηλικία, φτάνοντας στο μέγιστο γύρω στα 25 έτη. Μετά τα 30 έτη αρχίζει η προοδευτική απώλεια. Όταν η ρυθμός οστικής απορρόφησης είναι ταχύτερος του ρυθμού οστικής παραγωγής παρατηρείται μείωση της οστικής πυκνότητας. Αρχικά αυτό το αρνητικό ισοζύγιο οδηγεί στην οστεοπενία και εν συνεχεία ίσως σε οστεοπόρωση. Στις γυναίκες η ανωτέρω διαδικασία επιτυγχάνεται τα πρώτα 10 χρονια μετά την εμμηνόπαυση λόγω απώλειας της προστατευτικής δράσης των οιστρογόνων, που βοηθούν τα κόκαλα να είναι ισχυρά.
Έιναι απαραίτητο να χτίσουμε γερά οστά κατά την διάρκεια της ζωής μας και να προσπαθήσουμε να διατηρήσουμε αυτή την οστική μάζα σε μεγαλύτερες ηλικίες.Παράγοντες αυξημένου κινδύνου οστεοπόρωσης αποτελούν: η μεγάλη ηλικία,το οικογενειακό ιστορικό οστεοπόρωσης ή κατάγματος, η πρόωρη εμμηνόπαυση, η έλλεψη άσκησης, η χαμηλή κατανώση ασβεστίου και βιταμίνης D, το αλκοόλ, το κάπνισμα, η λήψη κορτικοστεροειδών.