Κατά την διάρκεια της κύησης παρατηρείται αύξηση των αναγκών σε θυροξίνη, αύξηση της νεφρικής κάθαρσης του ιωδίου, αυξημένη χρησιμοποίηση ιωδίου από το έμβρυο, συνεπώς σε ιωδοπενικές περιοχές μπορεί να διαγνωσθεί βρογχοκήλη ή υποθυρεοειδισμός στην έγκυο.
Απαραίτητος είναι ο έλεγχος της θυρεοειδικής λειτουργίας της εγκύου όταν:
Σε εγκύους η έναρξη θεραπείας με θυροξίνη συστήνεται εάν η TSH είναι >2.5. Επιβάλλεται παρακολούθηση της TSH κάθε 4-6 εβδομάδες κατά την διάρκεια της κύησης γιατί υπάρχει αυξημένος κίνδυνος εμφάνισης ή επιδείνωσης υπάρχοντος υποθυρεοειδισμού.
Γυναίκες με αυξημένα αντιθυρεοειδικά αντισώματα πρίν την εγκυμοσύνη έχουν αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν θυρεοειδίτιδα της λοχείας. Οξεία διαταραχή της θυρεοειδικής λειτουργίας που εμφανίζεται 6-8 εβδομάδες μετά τον τοκετό και εκδηλώνεται με συμπτώματα: κόπωση, ευερεθιστότητα, κατάθλιψη, διαταραχή στον θηλασμό κ.α. Ποσοστό 30% αυτών των γυναικών μπορεί να αναπτύξει μόνιμο υποθυρεοειδισμό.
Σε διάγνωση υπερθυρεοειδισμού κατά την κύηση ή σε έγκυο με λήψη προ κυήσεως θεραπεία με αντιθυρεοειδικά δισκία χρειάζεται άμεση ενημέρωση του ενδοκρινολόγου για ρύθμιση της αγωγής. Σε καταστάσεις θυρεοτοξίκωσης (ν.Graves,τοξικό αδένωμα) προτιμάται η χρήση προπυλοθειουρακίλης αντί μεθιμαζόλης στο 1ο 3μηνο κύησης
Γυναίκες με σοβαρή ναυτία, εμέτους στο 1ο 3μηνο της κύησης μπορεί να έχουν και διαταραχές της θυρεοειδικής λειτουργίας και κάποιες φορές αναπτύσουν παροδικό υπερθυρεοειδισμό της κύησης. Οφείλεται στα υψηλά επίπεδα β-χοριακής γοναδοτροφίνης (β hCG), ορμόνης βασικής της εγκυμοσύνης που ανταγωνίζεται την δράση της TSH. Συνήθως υποχωρεί μετά το τέλος του 1ου 3μήνου, οπότε δεν χρειάζεται φαρμακευτικής θεραπείας αλλά χρήζει στενής παρακολούθησης.
Η επίδραση της κύησης στα υποφυσιακά αδενώματα εξαρτάται από το μέγεθος του αδενώματος